Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀμφὶ δ' ἄρα χλαῖναν περονήσατο φοινικόεσσαν διπλῆν ἐκταδίην

См. также в других словарях:

  • εκτάδιος — ἐκτάδιος, η, ον και ἐκτάδιος, ον (Α) αυτός που έχει έκταση, μεγάλος, μακρύς (α. «ἀμφὶ δ ἄρα χλαῑναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» στερέωσε γύρω από τους ώμους του με πόρπη τον πορφυρό μανδύα του, που ήταν μακρύς για να χρησιμοποιείται …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»